Η αλήθεια είναι ότι έχω πάψει να ασχολούμαι με την περιβόητη κρίση. Ίσως, να έχω φτάσει στα διανοητικά μου όρια και ό,τι και να διαβάζω ή και να μού λένε να μην μπορώ να καταλάβω κάτι περισσότερο. Μπορεί, από την άλλη, ο ίδιος ο «διάλογος» , που γίνεται να μην είναι παρά άκυρες φωνασκίες. Πολύ πιθανόν να προσπαθώ να προστατεύσω τον εαυτό μου από την θλίψη, που δημιουργεί όλη αυτή η κατάσταση, αλλά και κατά βάθος να πιστεύω ότι η κρίση θα (ξε)περασθεί μεταξύ άλλων, αντί να θεωρητικολογούμε, «καλλιεργώντας τον κήπο μας», όπως θα έλεγε και ο Κάντιντ (σωστά; Δεν είμαι σίγουρος για το παράθεμα).

Αυτό, φυσικά, δεν σημάινει πως έχω απομονωθεί τελείως και πως δεν ακούω, ακόμα και εάν δεν το επιδιώκω, διάφορες συζητήσεις σχετικά και με αφορμή την κρίση κλπ. Πέρα από όλα τα παραπάνω, θεωρώ ότι μετά από κάποιο σημείο είναι δημιουργικότερο το να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο ή να βγει μια βόλτα από το να ακούει τις ατέρμονες και ανούσιες συζητήσεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχει πιάσει το αυτί μου και την συζήτηση περί εφαρμοστέου δικαίου στις επόμενες ( ; ) δανειακές συμβάσεις, εάν και έχω την αίσθηση ότι οι απορίες μου, προβληματισμοί μου κλπ είναι απλώς θεωρητικοί μιας και το ζήτημα πλέον έχει λυθεί.

Η συζήτηση ήταν για το, εάν οι συμβάσεις αυτές θα διέπονται πλέον από το αγγλικό ή το ελληνικό δίκαιο. Δεν γνωρίζω, γιατί επιλέχθηκε αυτό ως επιλογή και όχι το γαλλικό παραδείγματος χάρη. Υποθέσεις, που μπορώ να κανω είναι οι εξής: αφ’ ενός ο μεγάλος βαθμός προβλεπτικότητάς του, λόγω του stare decisis, και αφ’ ετέρου ότι η Αγγλία και ειδικότερα το Λονδίνο αποτελούν παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο, οπότε και θα υπάρχει η ανάλογη εμπειρία σε αντίστοιχα ζητήματα.

Δεν γνωρίζω, ποιοί υπερασπίστηκαν την επιλογή του αγγλικού δικαίου. Η αποχή από την ενημέρωση σε αναγκάζει να ακούς μόνο τον θόρυβο· και ο θόρυβος, φυσικά, ήταν αυτός μερίδας των υποστηρικτών ότι το εφαρμοστέο δίκαιο θα πρέπει να είναι το ελληνικό. Πίσω από τις σχοινοτενείς αναλύσεις και τον συγκινητικό λόγο περί εθνικής ανεξαρτησίας κλπ διέκρινα απλώς το εξής. Η επιλογή του Ελληνικού Δικαίου θα μάς επιτρέψει, στην περίπτωση που βρεθεί το ελληνικό δημόσιο στην θέση του εναγομένου ως μη-συνεπές με τις υποχρεώσεις του, να μην πληρώσουμε, να μην υπάρξουν συνέπειες, διότι κάποιος δικαστής, τον οποίο και θα χρίσουμε απόγονο του Τερτσέτη και του Πολυζωίδη θα απόρρίψει την αγωγή. Πίσω από την όποια τεχνικότητα του σκεπτικού και την λιτότητα του διατακτικού θα υπάρχει το εξής: «Φίλε την πάτησες. Εδώ είναι η Ελλάδα η ομορφότερη χώρα του κόσμου, που κατοικείται από τον εξυπνότερο λαό του κόσμου. Συνεπώς δεν σε πληρώνουμε και το αίτημά σου απορρίπτεται!»

Όμως, δεν είναι και τόσο σωστό να σκεφτόμαστε έτσι για τους δικαστές μας, ότι θα πρέπει να έχουν μια τέτοια συμπεριφορά. Δεν έχει τόσο να κάνει με τον σεβασμό της προσωπικότητάς τους ως άτομα (παρακάμπτω όλη την τυπικούρα περί λειτουργήματος τους κλπ), όσο με το πώς θα αισθανόμαστε, εάν σε δικές μας υποθέσεις συντάσσονταν απροκάλυπτα με κάποιο διάδικο μέρος και κυρίως, με τους αντίδικούς μας.

Δεν γνωρίζω, εάν σε ανάλογες περιπτώσεις μεταξύ φορέων, που δανείζουν και Κρατών εφαρμόζεται το τοπικό δίκαιο είτε του δανειζομένου είτε του δανειστή ή κάποιο άλλο δίκαιο. Η δική μου λογική θα έλεγε ότι θα έπρεπε να εφαρμόζεται ένα «ουδέτερο» δίκαιο, το οποίο επιτρέπει την αμεροληψία. Εάν το αγγλικό δίκαιο συνδυάζει την οδετερότητα με την εμπειρία, λόγω της θέσης του Λονδίνου ως χρηματοοικονομικό κέντρο, τοτε καλώς επιλέχθηκε. Προφανώς, εάν αγγλικά συμφέροντα εμπλέκονταν δεν θα έπρεπε να επιλεγεί, καθώς χάνεται το στοιχείο της ουδετερότητας.

Από την άλλη, ενδεχομένως, αυτή η επιλογή αλλοδαπού δικαίου να συμβαίνει πρώτη φορά, και η Ελλάδα να υφίσταται αρνητική διάκριση αλλά σκεφτείτε και το άγχος των δανειστών με όλες αυτές τις φήμες που φτάνουν στα αυτιά τους από το να κηρύξουμε μάγκικη στάση πληρωμών, τις ιδέες που κυκλοφορούν ότι η Ελλάδα μπορεί να τινάξει στον αέρα το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, την θεώρησή μας ότι όλοι μάς οφείλουν και ότι είναι επιτακτικό να διατηρήσουμε τα περιττά στοιχεία του βιοτικού μας επιπέδου, όταν οι άλλοι υπόκεινται σε θυσίες μεταξύ άλλων και για να μας «ξελασπώσουν»,  μέχρι την υπόνοια, που θέλουμε να έχει η δικαστική λύση του ζητήματος με την εφαρμογή του δικού μας δικαίου.

Πρέπει, επίσης, να λάβουμε υπ’ όψιν μας και τα ακόλουθα για τους όποιους δανειστές. Η άποψη ότι πρόκειται αποκλειστικά περί απλήστων πλουσίων, όπου μάλιστα δεν είναι καν άτομα αλλά «κερδοσκοπικοί» οργανισμοί, είναι μάλλον υπεραπλουστευτική. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να διαχωρίζουμε τα συμφέροντα (έστω και εγωιστικά) ή τις προσδοκίες κλπ κάποιων με κριτήριο το εάν έχουν ή δεν έχουν οικονομική επιφάνεια. Τί θέλω να πω: πολύ απλά ότι ναι και ο πλούσιος έχει δικαίωμα να περιμένει κέρδος από την επενδυσή του, θέλει να διασφαλίσει τους απογόνους του κλπ, όσο και ένας που έχει ισχνότερα οικονομικά μέσα. Επίσης, πόσο σίγουροι είμαστε ότι όλοι οι κάτοχοι ομολόγων είναι ζάπλουτοι. Θα μπορούσε να είναι μέσα σε αυτούς και μικροεπενδυτές (εστω και έμμεσοι, συμμετέχοντας π.χ σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο). Με λίγα λόγια η όλη συζήτηση δεν αφορά αποκλειστικά τους πλούσιους «άλλους», και φυσικά ούτε τα μυστηριώδη «ξένα κέντρα αποφάσεων». Για αυτό πριν τις υπεραπλουστεύσεις του τύπου «δεν πληρώνω», ας σκεφτούμε καλύτερα. Μπορεί και να είμαστε εμείς αυτοί που δεν θα πληρωθούν. Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας οτι εμείς βρισκόμαστε σε δυσμενή θέση και ας μην βαυκαλιζόμαστε «οτι μπορούμε να τινάξουμε το χρηματοοικονομικό σύστημα στον αέρα». Δεν χρειάζεται «μαγκιά», αλλά ούτε και υποτελής συμπεριφορά. Το δίκαιο που θα εφαρμοστεί θα πρέπει να είναι ουδέτερο και να ισορροπεί τα συμφέροντα όλων των πλευρών.

Καθώς δεν γνωρίζω τις τεχνικές λεπτομέρειες για το εφαρμοστέο δίκαιο κλπ θα χαιρόμουν, εάν στα σχόλια υπήρχαν καταχωρήσεις από πραγματικούς γνώστες του θέματος.

Σχολιάστε