Υποθέτω ότι τον «μύθο» που έχει δημιουργηθεί τον γνωρίζετε όλοι. Συγγραφέας γράφει μια σειρά από τρία ( ; ) αστυνομικά βιβλία, πεθαίνει σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοσή τους, δεν γεύεται καν την επιτυχία τους. Τα δε κέρδη των δικαιωμάτων δεν τα προσπορίζεται η σύντροφος, διότι δεν υπήρχε κάποια θεσμισμένη σχέση, αλλά άλλοι συγγενείς. Έχει, επίσης, δημιουργηθεί το ερώτημα για το εάν υπάρχουν και άλλοι τόμοι της σειράς και για το ποιό μέρος θέλει ή δεν θέλει να εκδοθούν. Αυτά συνοπτικά. Θα τα έχετε διαβάσει και αλλού αναλυτικότερα.

Η αλήθεια είναι ότι το αστυνομικό genre δεν μού αρέσει με εξαίρεση ίσως τον Μίκυ Μάους, τον Τεν Τεν και τους Μπλέικ και Μόρτιμερ. Όσον αφορά το τηλεοπτικό (κυρίως) και κινηματογραφικό (με αυτό τα πάω κάπως καλύτερα), δεν είναι ότι δεν έχω δει, αλλά έχω βαρεθεί με την ανατριχιαστική λεπτομέρεια του θανάτου, τους «πολυθεσίτες» αστυνόμους. Επίσης θέλω να απαλλαγώ από το «υποδόριο» άγχος και stress, που αυτά δημιουργούν. Εάν κάτσω και αναλογισθώ, η πρώτη μου επαφή με το είδος δεν ήταν και η καλύτερη. Το πρώτο αστυνομικό, που θυμάμαι στην τηλεόραση, ήταν μια σκηνή απο το Ο Θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα, όπου έκτοτε και για αρκετό καιρό είχα άγχος ότι ό,τι έπιανα θα μπορούσε να με δηλητηριάσει και για αυτό έπλενα συνεχώς τα χέρια μου μετά σχεδόν από οτιδήποτε είχα τυχόν αγγίξει.

Σε ό,τι αφορά το αστυνομικό βιβλίο ενδεχομένως να μην μού κίνησε την περιέργεια, να μην παροτρύνθηκα προς αυτό, με την λογική ότι θεωρείτο υποδεέστερο είδος. Κακά τα ψέμματα, δεν νομίζω ότι ήμουν ο μόνος, που έβλεπε το αστυνομικό βιβλίο, ως βιβλίο για την παραλία, τυπωμένο συνήθως σε άθλιο χαρτί και με διάθεση από το επαρχιακό πρακτορείο τύπου δίπλα στα Άρλεκιν, λιγδιασμένο από το αντι-ηλιακό και βρεγμένο με αλατόνερα από τους λουόμενους που το ξεφύλιζαν με την προοπτική να το αγοράσουν ή όχι. Υπήρχε, βέβαια, και η εναλλακτική αυτών με τα σελοφάν, αλλά τότε ο δυνητικός αγοραστής δεν μπορούσε να το ξεφυλλίσει και να δει, εάν τού πήγαινε το γράψιμο του συγγραφέα. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά νομίζω ότι ήταν η Άγρα, η οποία πρωτίστως βοήθησε στην αναβάθμιση της πρόσληψης του αστυνομικού μυθιστορήματος με το παλαιικού ύφους χαρτί αλλά και γραμματοσειρά, που χρησιμοποιεί.

Έχοντας δει την ταινία, που βασίζεται στο πρώτο βιβλίο, αλλά και έχοντας ακούσει όλο αυτόν τον θόρυβο, μού κινήθηκε και εμένα η περιέργεια να διαβάσω τα βιβλία, ή τουλάχιστον το πρώτο. Ευτυχώς ο πολύ καλός φίλος και πρόσφατα και κουμπάρος spikon είχε τα βιβλία και είχε την καλή διάθεση να μού τα δανείσει. Τελικά, διάβασα και τα τρία. Όχι σε διαδοχική μονοκοπανιά είναι αλήθεια. Επίσης, παρόλο που μού κινήθηκε το ενδιαφέρον και για τα τρία βιβλία της σειράς, θα έλεγα ότι ο δεύτερος τόμος έκανε κατά την γνώμη μου κάποια «κοιλιά».

Όμως, αυτό που μού φάνηκε ενδιαφέρον στην σειρά αυτή των βιβλίων, δεν ήταν τόσο οι περιπέτειες των ηρώων, το όποιο μυστήριο και η λύση του, όσο η αποτύπωση της καθημερινότητας της εκεί κοινωνίας και οι συγκρίσεις που έκανα με τα καθ’ ημάς. Υποτίθεται ότι πολλοί στην Ελλάδα θαυμάζουν τον Σκανδιναβικό τρόπο ζωής και ο Πρωθυπουργός μας αναφέρθηκε στην επιθυμία του να γίνει η χώρα μας μια «Δανία του Νότου». Έτσι, λοιπόν, στο βιβλίο στάθηκα σε αυτά τα στοιχεία της «Δανίας του Βορρά» (καθώς η Σουηδία βρίσκεται βορειότερα από την Δανία), που υποθέτω θα είναι ανάλογα λίγο πολύ με αυτά της Δανίας, που θέλουμε να μοιάσουμε. Πάντως, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι όλα καλύτερα και πως και εγώ ο ίδιος δεν εξιδανικεύω ό,τι διάβασα.

Τα σπίτια: Σε εμάς υπάρχει μεγάλο ποσοστό ιδιοκατοίκησης και γενικότερα πρέπει να αποτελεί από τα πρωταρχικά μελήματα των γονέων και κηδεμόνων να δώσουν ένα σπίτι στα παιδιά τους. Εκεί φαίνεται να επικρατεί το ενοίκιο και -εάν κατάλαβα καλά- η συναλλαγή δεν γίνεται μεταξύ εκμισθωτή-ενοικιαστή, αλλά μεταξύ εκμισθωτή-ενοικιαστή και των αντιστοίχων οργανώσεών τους. Η ιδιοκτησία ενός σπιτιού παρουσιάζεται ως δείγμα ότι ανήκει κάποιος τουλάχιστον στην μεσαία προνομιούχο τάξη, πόσο μάλλον και εάν έχει και μια δεύτερη εξοχική κατοικία. Ακόμα, πάντως, και η ιδιοκτησία σπιτιού προϋποθέτει και την συμμετοχή και συνδρομή σε κάποια ένωση ιδιοκτητών. Προφανώς θα είναι κάποια αναγνωρισμένη κορπορατιστική οργάνωση, όπου εάν δεν συμμετέχει κάποιος δεν έχει δικαίωμα ιδιοκτησίας ακινήτου (τουλάχιστον έτσι το κατάλαβα).

Στα καθ’ ημάς ένα στοιχειώδες και αξιοπρεπές σπίτι πρέπει να είναι γύρω στο 90 με 100 τετραγωνικά, ενώ υποθέτω ότι όσοι επιχειρούν να χτίσουν (και πολλοί από αυτούς πολλές φορές δεν τα καταφέρνουν, λόγω λανθασμένης εκτίμησης στα θέματα χρηματοδότησης και υπάρχοντος διαθέσιμου κεφαλαίου, με αποτέλεσμα το μοναδικό αρχιτεκτονικό φαινόμενο των «αναμονών») μονοκατοικία στοχεύουν στα 180 με 220 τετραγωνικά. Δεν το θεωρούμε μικρό σπίτι, βέβαια, αλλά όχι και έπαυλη. Στο βιβλίο ο ήρωας μένει σε κατοικία των 50 τετραγωνικών και μάλιστα ένας δευτερεύον χαρακτήρας σκέφτεται μήπως είναι και νεόπλουτος κιόλας!!! Ανήκει στους προνομιούχους, για να μην πούμε κιόλας ότι έχει ΚΑΙ εξοχική κατοικία των ολόκληρων 25 (είκοσι πέντε) τετραγωνικών. «Δεν χωράω!» θα είναι το πρώτο που θα αναφωνήσουμε, εάν είχαμε την προοπτική μιας κατοικίας τέτοιου μεγέθους. Όσο δε για το εξοχικό να μην το συζητήσουμε καλύτερα. Από την άλλη, όμως, μήπως όταν εμείς αναλωνόμαστε να σκουπίζουμε και να καθαρίζουμε το εξοχικό μας, αυτοί απολαμβάνουν τις διακοπές τους; Όσον αφορά την ερώτηση για το πώς θα φέρουμε φίλους κλπ, μάλλον αγνοούμε το σχόλιο που κάνουμε, όταν φεύγουν οι φίλοι, «ωραία περάσαμε, αλλά έγινε το σπίτι αχούρι (το ‘κάναν και αυτοί κιόλας!)». Ίσως το να βγαίνεις με φίλους έξω να μην είναι λιγότερο φιλόξενο από το να έρχονται στο σπίτι κάποιου.

Το μέγεθος δεν φαίνεται μόνο στα τετραγωνικά, αλλά και στην αντίληψη των δωματίων. Ένας άλλος χαρακτήρας, ο οποίος μένει σε σπίτι γύρω στα 250 τετραγωνικά, όχι μόνο γράφει το βιβλίο ότι μένει σε έπαυλη, αλλά χαρακτηρίζει την έπαυλη και έπαυλη 11 δωματίων. Εδώ ένα σπίτι τέτοιου μεγέθους δεν νομίζω να είχε πάνω από 6 δωμάτια (μαζί με τα μπάνια).

Πεζή: Όταν εδώ θρηνούμε ότι πέφτει η αγορά αυτοκινήτων (ακόμα και των πολυτελών), γκρινιάζουμε για την τιμή της βενζίνης (αλλά δεν κάνουμε κάτι για να μειώσουμε την κατανάλωσή της), αλλά ταυτόχρονα διαμαρτυρόμαστε για την υποβάθμιση του αστικού (και όχι μόνο περιβάλλοντος)- μια σκέτη σχιζοφρένεια δηλαδή, οι περισσότεροι ήρωες του βιβλίου περπατάνε. Περπατάνε για να πάνε στις δουλειές τους, περπατάνε για να επισκεφτούν φίλους, περπατάνε για να σκεφτούν. Δεν ξέρω, βέβαια, εάν οι αποστάσεις που περπατάνε είναι μικρές ή μεγάλες. Σκέφτομαι, όμως, ότι εδώ υπάρχει απέχθεια βαδίσματος και για τις ελάχιστες αποστάσεις ή όπως λέγεται «πάω ακόμα και στο περίπτερο της γωνίας με το αυτοκίνητο».

Η γλώσσα: Στα παλαιότερα χρόνια, εάν κατάλαβα καλά από την επεξηγηματική υποσημείωση αλλά και από εδώ, όπου έψαξα λόγω περιέργειας, οι Σουηδοί μιλούσαν ο ένας στον άλλον με τον τρόπο που μιλούσε η αυλή του Καίσαρα στον τελευταίο, όπως παρωδείται στα Αστεριξ: «Είναι φοβερός στρατηγός» τού λένε. «Ποιός;» ρωτά ο Καίσαρ, «Ο Καίσαρ», «Α, αυτός!». Αυτά απλοποιήθηκαν κατά την δεκαετία του 60 με αποτέλεσμα τώρα να είναι γενικευμένος ο ενικός ο αριθμός. Ακόμα και σε ένα υψηλά θεσμισμένο περιβάλλον, όπως είναι το δικαστήριο, όλοι μιλάνε στον ενικό. Δεν θα ήταν ωραίο να επανερχόταν και εδώ; Στο κάτω κάτω είναι και αυθεντική γλωσσική συμπεριφορά από τα αρχαία χρόνια. Να θυμίσω ότι ο Ιησούς, που με το γνωστό του «Απόδοτε τα του Κάισαρος…» προφανώς και δεν θα αρνείτο ΚΑΙ τις κοινωνιογλωσσικές τιμές στον Καίσαρα, μίλησε στον Πιλάτο στον ενικό (Συ είπας), ενώ όπως φαίνεται από αυτό εδώ το απόσπασμα ο Σόλων μιλά στον ενικό στον Κροίσο (με κάποια επιφύλαξη, γιατί δεν ξέρω αρχαία Ελληνικά).

Η Αγορά Εργασίας: Στους χώρους εργασίας, που αναφέρονται στο βιβλίο, υπάρχει η αναφορά σε εκ περιτροπής συνεργάτες, σε συνεργάτες μειωμένου ωραρίου, αλλά και σε απολύσεις. Μάλλον, καθώς δεν υπάρχουν πολλές αναφορές σε απολύσεις λόγω λαθών ή παραλείψεων πρόκειται στην ουσία για κατάργηση/απώλεια θέσεων εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο να χάσει κανείς την δουλειά του. Υποθέτω, όμως, ότι επιτρέποντας σε κάποιον να καταργήσει θέσεις εργασίας, να κλείσει την επιχείρησή του και να ανοίξει κάποια καινούργια επιτρέπει και σε άλλους να μπουν στην αγορά εργασίας ή και στους ήδη υπάρχοντες να καταλάβουν τις επαναδημιουργηθείσες θέσεις. Τι θα προτιμούσατε; Να έλεγε το αφεντικό σας: «Πρέπει να φύγεις, γιατί κλείνω το εστιατόριο, αλλά σε επαναπροσλαμβάνω γιατί θα ανοίξω ένα κατάστημα ρούχων;» ή την περίπτωση να διατηρούταν η επιχείρηση με τεχνητά μέσα, να κρατούσατε τυπικά την θέση εργασίας σας και στο τέλος να μην υπήρχε δυναμική, αλλά καταστροφή παντού, χωρίς επιχειρήσεις, και άρα χωρίς θέσεις εργασίας και οποιονδήποτε υλικο και χρηματικό πλούτο με αποτέλεσμα μια γενικότερη και ολική οικονομική κατάρρευση; Υποθέτω ότι στην ιδανική του μορφή αυτή θα είναι η λογική στην αγορά εργασίας στην «Δανία του Βορρά», που περιγράφεται στο βιβλίο.

Το βαθύ Κράτος και οι δυνάμεις επιβολής του: Το βιβλίο καταπιάνεται με το θέμα των μυστικών υπηρεσιών του Κράτους, της Αστυνομίας και των ορατών και όχι και τόσο ορατών κλάδων του και των θεσμισμένων και αυτόκληστων προστατών του. Το βιβλίο δεν απλοποιεί μεταξύ καλών/κακών αστυνόμων, πολιτών κλπ. Υπάρχουν όλοι οι χαρακτήρες των ανθρώπων σε όλους τους χώρους.

Ο Έρωτας και οι σχέσεις: Οι σχέσεις παρουσιάζονται αρκετά χαλαρά. Οι δεσμοί φτιάχνονται και διαλύονται εύκολα, δεν έχει σημασία εάν είναι ή δεν είναι κάποιος παντρεμένος. Γενικά υπάρχει μια ανοχή. Όχι πάντα, βέβαια. Χαρακτηριστικά, η πρώην σύζυγος του πρωταγωνιστή τον χώρισε, διότι δεν άντεχε τον άπιστο χαρακτήρα του. Αντιθέτως, ο σύζυγος της κάπως σταθερότερης συντρόφου του πρωταγωνιστή φαινόταν να μην έχει και τόσο μεγάλο πρόβλημα να μοιράζεται την γυναίκα του. Ανεκτική κοινωνία; Ανήθικη κοινωνία; Ή μήπως συμβαίνουν αυτά και σε εμάς αλλά κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε;

Η γυναίκα και η θέση της: Οι Σκανδιναβικές χώρες είναι γνωστές για την πρωτοπορία τους στα θέματα ισίτητας και προστασίας της γυναίκας. Έτσι, δημιουργείται στον αναγνώστη ιδιαίτερη εντύπωση, όταν το βιβλίο καταπιάνεται με το ζήτημα της γυναικίας κακοποίησης· και φυσικά μεγάλο μέρος της κακοποίησης συμβαίνει εκεί που δεν το περιμένει κανείς: σε ένα οικογενειακό και ευηπόληπτο περιβάλλον και όχι μόνο στις συνήθεις ύποπτες τοποθεσίες και με του συνήθεις υπόπτους μόνο. Άραγε, πώς να προσέλαβαν την παρουσίαση του θέματος στην ίδια την Σουηδία. Δέχτηκαν την εθνική (αυτο)κριτική του συγγραφέα ή μήπως βγήκαν οι αντίστοιχοι αυτόκλητοι υπερασπιστές του Έθνους και της Ορθοδοξ  του Λουθηρανισμού; Μήπως κατηγόρησαν ότι για όλα φταίνε οι ξένοι και πως χάλασαν την αγνή σουηδική κοινωνία; Ποιός ξέρει;

Φυσικά, όπως και να αντέδρασε η σουηδική κοινωνία και όποια και να είναι η πραγματικότητα της κοινωνίας αυτής πίσω από την εξιδνικευτική εικόνα που τυχόν προβάλλουν και τυχόν προσλαμβάνουμε, αυτό δεν αποτελεί λόγο για βλακώδεις δικαιολογίες για την δική μας κοινωνία του τύπου: «Ορίστε!  Και αυτοί τα ίδια χάλια είναι! Άρα εμείς είμαστε τέλοιοι!» Μακάρι να έχουμε και εμείς τόσο γενναίους συγγραφείς. Υποθέτω ότι έχουμε.

Κλείνοντας σε κάποια στιγμή η ηρωίδα, η Λίσμπετ Σαλάντερ, σκέφτεται ότι ενώ στην κοινωνία θεωρείται δύσκολη στις κοινωνικές της σχέσεις, έχει αρκετά καλές μέσα στο πλαίσιο των υπολογιστών, και συλλογιζόμουν ότι προσωπικά δυσκολεύομαι στην κοινωνικότητά μου και στο διαδίκτυο· και δεν έχω καν ταλέντο: ούτε φωτογραφική μνήμη, ούτε ικανότητα να καταλαβαίνω επιστημονικά κείμενα με την μία. Μόλις πρόσφατα (ξανα)έμαθα τις διαιρέσεις.

Ένα σχόλιο »

  1. Ο/Η georgeadams λέει:

    Πριν από 4 μέρες τελείωσα κι εγώ το «διάβασμα»(*) της τριλογίας και οι παρατηρήσεις μου γι’ αυτήν κονούνται στα ίδια πλαίσια με τις δικές σου:
       
       
    Κι εμένα, η παρουσίαση της σουηδικής καθημερινότητας μου φάνηκε εξ’ ίσου ενδιαφέρουσα με την αστυνομική πλοκή της τριλογίας.
       
       
    Κάτι μικρό κι ασήμαντο που μου έκανε επίσης εντύπωση είναι η υψηλή κατανάλωση καφέ από τους ήρωες του βιβλίου. Αναρωτιέμαι αν είναι κάτι το συνηθισμένο στη Σουηδία ή αν απλώς ο συγραφέας αγαπούσε τόσο πολύ τον καφέ.
       
       
    (*) Τα εισαγωγικά στο «διάβασα» είναι γιατί τα άκουσα ως audiobooks. Μετά την έλευση της κόρης ο χρόνος για παραδοσιακό διάβασμα έχει μειωθεί κατακόρυφα. 🙂

    • Ο/Η Ντροπαλός λέει:

      Καλησπέρα,
      Όντως έχει σχολιασθεί και από άλλους αυτή η υπερκατανάλωση καφέ κάθε λίγες σελίδες του βιβλίου. Επίσης ξέχασα να αναφέρω ότι μού κινήθηκε η περιέργεια με κάποιους περίεργους γευστικούς συνδυασμούς, όπως πουρές με μαρμελάδα.
      Μπορεί να έχει μειωθεί, αλλά δεν έχει εξαφανιστεί 🙂

Σχολιάστε